- αἰχμαλώτου
- αἰχμάλωτοςtaken by the spearmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
пленениѥ — ПЛЕНЕНИ|Ѥ (111), ˫А с. 1.Пленение, плен: нъ безбожьныимъ аравл˫аномъ грькы тогда воюющемъ и въстатѣлѣ страха ради плѣнѣѥни˫а. и дальнии ближнии твор˫аше. (ἁλώσεως) ЖФСт к. XII, 75; ѿ лѣтъ навъходоно||сора. и жидовьскааго плѣнѥни˫а. (ἀπὸ… τῆς…… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
плененыи — (78) прич. страд. прош. к пленити. 1.В 1 знач.: нъ ѳомѣ силамъ вънезапѹ пресѣченѹ бывъшѹ. и пленѥнѹ ц(с)рьмь бывъшю. (ἁλωσίμου) ЖФСт к. XII, 160 об.; и ведени быша плѣнении людьѥ въ ратьны˫а. (αἰχμολωτος) КЕ XII, 198а; слышаво бо аврамъ ˫ако… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αιχμαλωσία — η (Α αἰχμαλωσία) [αἰχμάλωτος] η σύλληψη κάποιου από τον εχθρό κατά τη διάρκεια μάχης ή πολέμου, αιχμαλωτισμός νεοελλ. η κατάσταση τού αιχμαλώτου αρχ. το σύνολο τών αιχμαλώτων, οι αιχμάλωτοι … Dictionary of Greek
αιχμαλωτισμός — αἰχμαλωτισμός, ο (Μ) [αἰχμαλωτίζω] σύλληψη αιχμαλώτου, αιχμαλωσία … Dictionary of Greek
εξαγορασία — ἐξαγορασία, η (AM) [εξαγοράζω] εξαγορά αιχμαλώτου … Dictionary of Greek
εξαγόρασμα — το [εξαγοράζω] τίμημα εξαγοράς αιχμαλώτου … Dictionary of Greek
ευάγγελος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεός ή ήρωας της Εφέσου. Συνδέεται με την αρχαιότερη λατρεία του Πιξωδάρου, για τον οποίο, όπως αναφέρει ο Βιτρούβιος, ήταν βοσκός και ανακάλυψε ορυχείο μαρμάρου, το οποίο χρησιμοποιήθηκε στην οικοδόμηση του… … Dictionary of Greek
θήρα — I Νησί των Κυκλάδων. Βλ. λ. Σαντορίνη. Άποψη του γραφικού οικισμού Θήρα, με την πανοραμική θέα, στο ομώνυμο νησί των Κυκλάδων. II Κωμόπολη (υψόμ. 260 μ., 2.113 κάτ.) και πρωτεύουσα της Σαντορίνης. Είναι χτισμένη στα δυτικά παράλια του νησιού,… … Dictionary of Greek
λύτρο — το (AM λύτρον) συν. στον πληθ. τα λύτρα το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται για απελευθέρωση αιχμαλώτου («οι απαγωγείς ζήτησαν λύτρα για να τόν ελευθερώσουν») μσν. 1. διάσωση, απελευθέρωση 2. σωτηρία αρχ. 1. ποσό που καταβάλλεται για ανάληψη… … Dictionary of Greek
νέαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αγγειοπλάστης και αγγειογράφος (μέσα 6ου αι. π.Χ.). Φιλοτέχνησε κυρίως αττικά μελανόμορφα αγγεία, ενώ από το έργο του έχουν σωθεί πέντε ενυπόγραφα αγγεία. Δύο θραυσμένοι κάνθαροι από την Ακρόπολη των Αθηνών (σήμερα… … Dictionary of Greek